- κολοβομάχη
- κολοβο-μάχη [ᾰ], ἡ,A the interrupted battle, name for Il.8, Sch.B Il.8 init.; also [suff] κολοβο-μᾰχία, ἡ, Sch.Leid.Il.13.745 in Valck.Animadv.ad Ammon.p.181; cf.
κόλος 3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόλος 3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek